- ἡγεμονικά
- ἡγεμονικόςofneut nom/voc/acc plἡγεμονικά̱ , ἡγεμονικόςoffem nom/voc/acc dualἡγεμονικά̱ , ἡγεμονικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡγεμονικάς — ἡγεμονικά̱ς , ἡγεμονικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
Αλλαχαμπάντ — (Allahabad). Πόλη (4.941.000 κάτ. το 2001) στη βόρεια Ινδία, στο ομόσπονδο κράτος Ουτάρ Πραντές (Uttar Pradesh). Έχει χτιστεί στη μεγάλη πεδιάδα του Γάγγη σε υψόμετρο 91 μ. και στο σημείο όπου ο ποταμός Γιαμούνα εκβάλλει στον Γάγγη. Γνωστή με το… … Dictionary of Greek
Βίρτσμπουργκ — (Würzburg). Πόλη (126.000 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Κάτω Φραγκονίας, που ανήκει στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Η πόλη είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μάιν, στην εκτεταμένη κυματοειδή περιοχή που ορίζεται Δ… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
ηγεμονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ταιριάζει σε ηγεμόνα: Ηγεμονικά δώρα. – Ηγεμονική υποδοχή. – Ηγεμονική φυσιογνωμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)